εἰσαγώγιμος

εἰσαγώγιμος
εἰσᾰγώγ-ιμος, ον,
A that can or may be imported, opp. ἐξαγώγιμος, Arist.Oec.1345a21 ;

τὰ εἰ.

imports,

Id.Pol.1280a39

;

τέχνη εἰ.

requiring to be imported, foreign,

Pl.Lg.847d

;

εἰ. λαβεῖν E.Fr.984

; εἰ. πόλεις, of colonies, opp. the αὐτόχθονες of Athens, ib.360.10.
II as law-term, of a plea, maintainable,

μὴ εἰσαγώγιμον εἶναι τὴν δίκην D.33.3

,35.45, cf. Lys.23.5
, Din.1.46, PHal.1.37 ; εἰ. χρήματα, with play on sense 1, D.32.23.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εἰσαγώγιμος — that can masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εισαγώγιμος — η, ο (Α εἰσαγώγιμος, ον) αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να εισαγάγει, τού οποίου επιτρέπεται η εισαγωγή αρχ. 1. ξένος 2. (για αγωγή) αυτός που μπορεί να παρουσιαστεί στο δικαστήριο για εκδίκαση …   Dictionary of Greek

  • εισαγώγιμος — η, ο που μπορεί ή είναι άξιος να εισαχτεί, που επιτρέπεται η εισαγωγή του (ιδίως για εμπορεύματα από το εξωτερικό) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εἰσαγώγιμον — εἰσαγώγιμος that can masc/fem acc sg εἰσαγώγιμος that can neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσαγωγίμου — εἰσαγώγιμος that can masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσαγωγίμους — εἰσαγώγιμος that can masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσαγωγίμων — εἰσαγώγιμος that can masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσαγώγιμα — εἰσαγώγιμος that can neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσαγώγιμοι — εἰσαγώγιμος that can masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επεισαγώγιμος — ἐπεισαγώγιμος, ον (Α) (για προϊόντα) αυτός που εισάγεται από το εξωτερικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εισαγώγιμος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”